
Αναλογίζεσαι τα λεπτά που αναμετριούνται με τη σιωπή στα πρώτα πλάνα του φιλμ και καρφώνεις το βλέμμα στο αβυσσαλέο πρόσωπο του Ντάνιελ Πλέινβιου, ενός νοσηρού ανθρώπου, καιροσκόπου και φιλοχρήματου που αναζητά με μανιώδη επιμονή να σβήσει (;) την αλόγιστη δίψα του για μαύρο χρυσό. Ο κεντρικός ήρωας είναι εμποτισμένος από την λαγνεία του κέρδους που εξαργυρώνει συνειδήσεις και συνθλίβει θεοκρατικές ιδεολογίες και παραδοξολογίες. Ανοίγει η αυλαία και η ιστορία αποκτά φωνή με τον Ντάνιελ Ντει Λούις σε ένα βαγόνι να αγκαλιάζει όλο θέρμη το χαριτωμένο βρέφος που περιεργάζεται αδιακρίτως το πυκνό τρίχωμα που ζώνει τα χείλη του.
Βιβλιοπωλείο της αγγλικής πρωτεύουσας αποτέλεσε το γόνιμο έδαφος για την ευδοκίμηση του κεντρικού concept της περιώνυμης ταινίας. Ο πολυβραβευμένος με Όσκαρ -και όχι μόνο- σκηνοθέτης (βραβεία Όσκαρ για το «Θα Xυθεί αίμα»: Καλύτερης Ανδρικής Ερμηνείας, Καλύτερης Φωτογραφίας), Πολ Τόμας Άντερσον, γοητευμένος από το illustration του εξώφυλλου του λησμονημένου επικού μυθιστορήματος του Άπτον Σινκλέρ “Oil” (1927), εμπνέεται και αναπλάθει την ιστορία. Μια ιστορία που ασκεί σωματική και ψυχική βία ενδεδυμένη με το πέπλο της ανταγωνιστικότητας και της καπιταλιστικής γάγγραινας που μολύνει τον τιτάνα Ντάνιελ Ντει Λούις στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο άθεος Ντάνιελ Πλείβιου «χτίζει το μίσος του κομμάτι κομμάτι» ωστόσο σφηνώνει κρυφά στην άβυσσο της κολασμένης του ψυχής, ένα θραύσμα αγάπης για τον γιο του που στο τέλος της μέρας θα απορρίψει.
Αποδέχεται εικονικά την εκκλησία της Τρίτης Αποκάλυψης, βαφτίζεται ξανά, απορρίπτει το αίμα και όλα με απώτερο σκοπό το χρήμα.
Στον αντίποδα της ραχοκοκαλιάς βρίσκεται ο εικονικά ευγενής ψίθυρος του Ιλάϊ Σάντεϊ, ενός προκλητικού ψευδοπροφήτη που ξεπουλιέται χωρίς ενδοιασμό εις το όνομα της υλικής απολαβής. Ο ενοχλητικός κρίκος του έργου, ωσάν «σαϊεντολόγος» της εποχής εκείνης, «γλιστράει από την βρωμιά της μάνας του» και υποδύεται απολαυστικά τον ρόλο του looser ιεροκήρυκα, του pathetic, φτηνού θεραπευτή που ξορκίζει το κακό. Ο Πολ Ντάνο, ο 24χρονος ηθοποιός με το αινιγματικό του πρόσωπο, υψώνει ισάξια το ανάστημα του στο πλευρό του Ντάνιελ Ντει Λούις.
Το αλληγορικό πανόραμα από εικόνες και λέξεις που καθρεφτίζεται μέσα από την ταινία του Άντερσον, έρχονται να ενορχηστρώσουν τα δαιδαλώδη γρατζουνίσματα της κιθάρας του Τζόν Γκρίνγουντ. Ωστόσο είναι βέβαιο ότι η ταινία θα ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων, θα διχάσει τους θεατές, μιας και δεν είναι ένα φιλμ εύπεπτο, σου δίνει τροφή για σκέψη και χρειάζεται να έχεις φιλόξενη διάθεση για να την αφομοιώσεις και να την αποκωδικοποιήσεις.
Εν κατακλείδι, το έργο λέγεται ότι αποτελεί ένα μωσαϊκό από επιρροές του σκηνοθέτη που πρόσκεινται περισσότερο στο συμβολισμό του Στάνλεϋ Κιούμπρικ. Στη βάση αυτή ένα νέο κεφάλαιο γράφεται στην ιστορία του σινεμά, αυτή η αίσθηση επικρατεί ολοσχερώς. Εμείς γιατί να διαφωνήσουμε?